χρωματοποιία

χρωματοποιία
η
η βιομηχανία κατασκευής χρωμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρωματοποιία — η, ΝΑ νεοελλ. βιομηχανία παραγωγής χρωστικών υλών αρχ. 1. η παρασκευή χρώματος ή ψιμυθίου 2. χρωματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, ατος + ποιία (< ποιός*), πρβλ. σχηματο ποιία] …   Dictionary of Greek

  • χρωματοποιίαν — χρωματοποιίᾱν , χρωματοποιία laying on of colour fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • χρωματουργία — η χρωματοποιία, βιομηχανία κατασκευής χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”